-
1 Στέφανος
Στέφανος οСтефан –1) имя некоторых святых Православной Церкви:ο πρωτομάρτυρας Στέφανος — первомученик Стефан;
2) мужское имяЭтим.< στέφανος «венец»
См. также в других словарях:
πρωτομάρτυρας — ο ο πρώτος που μαρτύρησε για τη διδασκαλία του Χριστού: Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Стефан Первомученик — Стефан греч. Πρωτομάρτυρας Στέφανος … Википедия
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek